χλωρέγχυμα

χλωρέγχυμα
Φυτικός ιστός που έχει ως κύριο έργο τη φωτοσύνθεση. Συγκροτείται από ζωντανά κύτταρα, πλούσια σε χλωροπλάστες με πρωτογενή και λεπτά συνήθως κυτταρικά τοιχώματα. Συναντάται κυρίως στα φύλλα (μεσόφυλλο) αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο φωτοσυνθετικό ιστό (νεαροί πράσινοι βλαστοί).
* * *
το, Ν
βοτ. φωτοσυνθετικός παρεγχυματικός ιστός με πολλούς χλωροπλάστες, ο οποίος αποτελεί το μεσόφυλλο τών φύλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)-* + έγχυμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χλωρεγχυματικός — ή, ό, Ν [χλωρέγχυμα, ύματος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χλωρέγχυμα 2. φρ. «χλωρεγχυματικά κύτταρα» κύτταρα που περιέχουν άφθονη χλωροφύλλη …   Dictionary of Greek

  • μεσοκυττάριοι χώροι — Στη βοτανική, εννοούνται οι χώροι που παρεμβάλλονται μεταξύ των φυτικών κυττάρων και εξυπηρετούν την ανταλλαγή αερίων κατά τις λειτουργίες της φωτοσύνθεσης, της αναπνοής και της διαπνοής. Οι μ.χ. είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένοι στο παρέγχυμα των… …   Dictionary of Greek

  • χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”