- χλωρέγχυμα
- Φυτικός ιστός που έχει ως κύριο έργο τη φωτοσύνθεση. Συγκροτείται από ζωντανά κύτταρα, πλούσια σε χλωροπλάστες με πρωτογενή και λεπτά συνήθως κυτταρικά τοιχώματα. Συναντάται κυρίως στα φύλλα (μεσόφυλλο) αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο φωτοσυνθετικό ιστό (νεαροί πράσινοι βλαστοί).
* * *το, Νβοτ. φωτοσυνθετικός παρεγχυματικός ιστός με πολλούς χλωροπλάστες, ο οποίος αποτελεί το μεσόφυλλο τών φύλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)-* + έγχυμα].
Dictionary of Greek. 2013.